ἐπέοικα

ἐπέοικα
ἐπ-έοικα, plup., ἐπεῴκει: be seemly, becoming; τινί, Il. 4.341; also w. acc. and inf., Il. 1.126; regularly impers., but once w. pers. subject, ‘befits,’ Il. 9.392.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επέοικα — ἐπέοικα (Α) 1. αρμόζω («ἀποδώσομαι ὅσσ ἐπέοικε») 2. μοιάζω («Θήρων καὶ πολλοὶ ἄλλοι οὐδὲν τι Ἀλεξάνδρῳ ἐπεοικότες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + έοικα «ομοιάζω»] …   Dictionary of Greek

  • ἐπεοίκασιν — ἐπεοίκᾱσιν , ἐπέοικε perf ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπέοιχ' — ἐπέοικα , ἐπέοικε perf ind act 1st sg ἐπέοικε , ἐπέοικε perf imperat act 2nd sg ἐπέοικε , ἐπέοικε perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιεικής — ές (AM ἐπιεικής, ές) συγκαταβατικός, ήπιος στην κρίση του, μετριοπαθής αρχ. μσν. 1. πράος, αγαθός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιεικές α) επιείκεια, συγκαταβατικότητα β) αγαθότητα αρχ. 1. αρμόδιος, κατάλληλος («τύμβον δ’ οὐ μάλα πολλόν... ἀλλ’ ἐπιεικέα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”